αλιβάνιστος — αλιβάνιστος, η, ο και αλιβάνωτος, η, ο 1. αυτός που δε λιβανίστηκε, δε θυμιατίστηκε με λιβάνι: Ξέχασα χθες τις εικόνες αλιβάνιστες. 2. αυτός που αποφεύγει την εκκλησία: Αλιβάνιστος ο ίδιος, ζητούσε να πείσει κι εμένα να πάμε για κυνήγι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αλιβάνιστος, Εμμανουήλ — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Κρήτη και έλαβε μέρος σε διάφορες μάχες. Σκοτώθηκε με άλλους σαράντα συναγωνιστές του στη μάχη της Μαλάξας (13 Ιανουαρίου 1822) … Dictionary of Greek
Пападиамандис, Александрос — Александрос Пападиамандис греч. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης … Википедия
αθυμίαστος — η, ο και αθύμιαστος (Α ἀθυμίαστος, ίαστον) [θυμιάζω] 1. αυτός που δεν έχει θυμιαστεί, αλιβάνιστος 2. αυτός που δεν έχει επαινεθεί με λόγια κολακευτικά 3. αυτός που δεν δέχεται, δεν κάμπτεται από κολακείες 4. (ειρωνικά) αυτός που δεν έχει υβρισθεί … Dictionary of Greek
αλιβάνωτος — η, ο (Α ἀλιβάνωτος, ον) [λιβανοῡμαι] αυτός που δεν λιβανίστηκε, αθυμίαστος, αλιβάνιστος … Dictionary of Greek